Koprolalie — Die Koprolalie (griechisch: κοπρολαλία koprolalía – von: κόπρος kópros = »[der] Dung«, »[der] Kot« und λαλώ laló = »ich rede«) bezeichnet eine »fortgesetzte Neigung, beim Sprechen Ausdrücke und Bilder der… … Deutsch Wikipedia
Postpubertärer Zwangsvulgarismus — Die Koprolalie (griechisch κοπρολαλία, von κόπρος, kópros – der Dung, Kot und λαλώ, laló – ich rede), auch Kot oder Fäkalsprache, bezeichnet eine „fortgesetzte Neigung, beim Sprechen Ausdrücke und Bilder der Verdauungsvorgänge zu verwenden“… … Deutsch Wikipedia
κοπρολογία — η 1. κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και εξέταση τών κοπράνων 2. κοπρολαλία 3. μτφ. η χρήση χυδαίων λέξεων και εκφράσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprology < copro (πρβλ. κόπρος [Ι]) + logy (πρβλ. λογία <… … Dictionary of Greek
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek