κοπρολαλία

κοπρολαλία
η
ιατρ. η παθολογική τάση για χρησιμοποίηση πολύ χυδαίων λέξεων και φράσεων ως αντικοινωνική διαμαρτυρία ή ως σεξουαλική απόκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolalia < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -lalia (πρβλ. -λαλία < -λαλώ < λαλώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Koprolalie — Die Koprolalie (griechisch: κοπρολαλία koprolalía – von: κόπρος kópros = »[der] Dung«, »[der] Kot« und λαλώ laló = »ich rede«) bezeichnet eine »fortgesetzte Neigung, beim Sprechen Ausdrücke und Bilder der… …   Deutsch Wikipedia

  • Postpubertärer Zwangsvulgarismus — Die Koprolalie (griechisch κοπρολαλία, von κόπρος, kópros – der Dung, Kot und λαλώ, laló – ich rede), auch Kot oder Fäkalsprache, bezeichnet eine „fortgesetzte Neigung, beim Sprechen Ausdrücke und Bilder der Verdauungsvorgänge zu verwenden“… …   Deutsch Wikipedia

  • κοπρολογία — η 1. κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και εξέταση τών κοπράνων 2. κοπρολαλία 3. μτφ. η χρήση χυδαίων λέξεων και εκφράσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprology < copro (πρβλ. κόπρος [Ι]) + logy (πρβλ. λογία <… …   Dictionary of Greek

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”